λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
μιμηλός — μιμηλός, ή, όν (Α) 1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός 2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ απομίμηση. επίρρ... μιμηλῶς (Μ) μιμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, σφριγ ηλός)] … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
τελετουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η τελετουργική εκκλ. η επιστήμη η οποία ασχολείται με τις εκκλησιαστικές ιερές τελετές από πρακτικής και τεχνικής άποψης και η οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη… … Dictionary of Greek
μαγότος — Κοινή ονομασία κατάρρινου πιθήκου της οικογένειας των κερκοπιθηκίδων. Είναι ο πίθηκος του Αριστοτέλη, ενώ η ονομασία μ. προήλθε από το γαλλικό magot. Η επιστημονική του ονομασία είναι Μacacus innus ή Μacacα sylvanus. Είναι διαδεδομένος στη βόρεια … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek
μιμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μίμηση: Μιμητικές εκφράσεις. 2. ο ικανός για μίμηση: Οι παπαγάλοι είναι μιμητικά πουλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)