μιμητικά

μιμητικά
μῑμητικά , μιμητικός
able to imitate
neut nom/voc/acc pl
μῑμητικά̱ , μιμητικός
able to imitate
fem nom/voc/acc dual
μῑμητικά̱ , μιμητικός
able to imitate
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • μιμηλός — μιμηλός, ή, όν (Α) 1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός 2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ απομίμηση. επίρρ... μιμηλῶς (Μ) μιμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, σφριγ ηλός)] …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… …   Dictionary of Greek

  • τελετουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η τελετουργική εκκλ. η επιστήμη η οποία ασχολείται με τις εκκλησιαστικές ιερές τελετές από πρακτικής και τεχνικής άποψης και η οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη… …   Dictionary of Greek

  • μαγότος — Κοινή ονομασία κατάρρινου πιθήκου της οικογένειας των κερκοπιθηκίδων. Είναι ο πίθηκος του Αριστοτέλη, ενώ η ονομασία μ. προήλθε από το γαλλικό magot. Η επιστημονική του ονομασία είναι Μacacus innus ή Μacacα sylvanus. Είναι διαδεδομένος στη βόρεια …   Dictionary of Greek

  • τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… …   Dictionary of Greek

  • μιμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μίμηση: Μιμητικές εκφράσεις. 2. ο ικανός για μίμηση: Οι παπαγάλοι είναι μιμητικά πουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”